χειά — χειά̱ , χειά hole fem nom/voc/acc dual χειά̱ , χειά hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειᾷ — χειά hole fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειά — και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α 1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού 2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ» μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ.… … Dictionary of Greek
χειάν — χειά̱ν , χειά hole fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειάς — χειά̱ς , χειά hole fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειαῖς — χειά hole fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειαί — χειά hole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειᾶς — χειά hole fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειῆς — χειά hole fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειῇ — χειά hole fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειή — χειά hole fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)